καρφίου

καρφίου
καρφίον
suckers
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εφηλίδα — η (ΑΜ ἔφηλις και ἐφηλίς, Α ιων. τ. ἔπηλις) μικρή κηλίδα τού προσώπου, υποκάστανου ή υποκίτρινου χρώματος, κν. φακίδα νεοελλ. (ναυπ.) μικρή μεταλλική περόνη που χρησιμοποιείται στη ναυπηγική για τη συγκράτηση γόμφου ή άλλου αντικειμένου αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ήλος — (I) (AM ἧλος Α και δωρ. τ. άλος) 1. μακρόστενο κυλινδρικό κομμάτι συνήθως από σκληρό μέταλλο, τού οποίου η μια άκρη καταλήγει σε αιχμή ενώ η άλλη είναι διαμορφωμένη σε σχήμα ημισφαιρικής ή κολουροκωνικής κεφαλής, ώστε να χρησιμοποιείται για τη… …   Dictionary of Greek

  • γυρώ — (Α γυρῶ, όω) νεοελλ. πλαταίνω το ακέφαλο άκρο καρφιού με το σφυρί αρχ. 1. κάνω κάτι στρογγυλό 2. περικυκλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. γυρώ < γυρός ή < γύρος] …   Dictionary of Greek

  • εγκαθήλωμα — το 1. το να κρατάει κανείς κάποιον ή κάτι εντελώς ακίνητο 2. (κτην.) ο τραυματισμός τού αλόγου κατά το πετάλωμα από στράβωμα καρφιού …   Dictionary of Greek

  • ζουμπάς — ο 1. (τεχν.) χαλύβδινο εργαλείο για διάτρηση μετάλλων ή για ώθηση προς τα μέσα τής κεφαλής τού καρφιού η οποία προεξέχει 2. μτφ. κοντός, μικρόσωμος άνθρωπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zimba) …   Dictionary of Greek

  • ηλωτός — ή, ό (AM ἡλωτός, ή, όν) νεοελλ. ζωολ. το αρσ. ως ουσ. ο ηλωτός ακανθοπτερύγιος τελεόστεος ιχθύς τής οικογένειας περκιίδες μσν. αυτός που έχει σχήμα καρφιού αρχ. ο καρφωμένος, ο στερεωμένος με καρφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. και μσν. σημ. <… …   Dictionary of Greek

  • θερμαστρίδα — η (Α θέρμαστρις ή θερμαυστρίς ή θερμαστρίς) [θερμάστρα] λαβίδα με την οποία κρατούνται πυρακτωμένα αντικείμενα, τσιμπίδα, μασιά αρχ. 1. κάθε είδος λαβίδας 2. είδος βίαιου χορού κατά τον οποίο αυτός που χόρευε αναπηδούσε διασταυρώνοντας τα πόδια… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλώνω — [κεφαλή] 1. εγκαθίσταμαι σε κάποια χώρα ως κυρίαρχος, γίνομαι αφέντης 2. αποκτώ περιουσία με την οποία μπορώ ν αρχίσω δική μου εργασία, ευπορώ 3. σφυροκοπώ την αιχμηρή άκρη καρφιού για να τό πλατύνω και να σχηματίσω κεφαλή …   Dictionary of Greek

  • κλάπος — κλάπος, ὁ (Μ) 1. το όργανο βασανισμοὺ ποδοκάκκη 2. γυναικείο ένδυμα που έφερε κεντήματα με σχήμα καρφιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλάπα] …   Dictionary of Greek

  • λιπόκεντρος — λιπόκεντρος, ον (AM) μσν. το ουδ. ως ουσ. τὸ λιπόκεντρον είδος καρφιού αρχ. (για μέλισσα) αυτή που άφησε το κεντρί της σε πληγή, που δεν έχει πλέον κεντρί («λιπόκεντροι μέλισσαι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπ(ο) * + κέντρον «κεντρί»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”